- μετριέμαι
- μετριέμαι, μετρήθηκα, μετρημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντεξετάζω — ἀντεξετάζω (Α) Ι. ενεργ. εξετάζω κάτι παραβάλλοντας το με κάτι άλλο, συγκρίνω II. ( ομαι) 1. μετριέμαι συγκρίνομαι με κάτι 2. έρχομαι σε αναμέτρηση με κάποιον 3. παρουσιάζομαι ως αντίδικος κάποιου, αντιδικώ … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
παρεκτείνω — ΝΜΑ [εκτείνω] κάνω κάτι να απλωθεί, εκτείνω σε γραμμή, επιμηκύνω μσν. αρχ. παθ. παρεκτείνομαι εκτείνομαι κοντά σε κάτι, είμαι ακριβώς παράλληλος με κάτι ή έχω την ίδια έκταση με κάποιον αρχ. 1. (για στρατό και στόλο) αναπτύσσω σχηματισμό σε… … Dictionary of Greek
προδιαριθμούμαι — έομαι, Α αριθμούμαι από τα πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαριθμοῦμαι «μετριέμαι, ταξινομούμαι με αρίθμηση»] … Dictionary of Greek
μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)